- ουθαμως
- οὐθαμῶςArst. = οὐδαμῶς См. ουδαμως
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ουθαμώς — οὐθαμῶς (Α) βλ. ουδαμώς … Dictionary of Greek
ουδαμός — οὐδαμός, ή, όν (Α) ιων. τ. (μόνο στον πληθ.) ούτε ένας, κανένας («πρήγματα... οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω», Ηρόδ.). επίρρ... ουδαμώς (Α οὐδαμῶς και, κατά δ. γρφ., οὐθαμῶς) κατ ουδένα τρόπο, με κανέναν τρόπο («δεικνύναι αὐτὰ οὐδαμῶς… … Dictionary of Greek
ουδαμώς — (Α οὐδαμῶς και, κατά δ. γρφ., οὐθαμῶς) βλ. ουδαμός … Dictionary of Greek